ὀρειβατεῖν

ὀρειβατεῖν
ὀρειβατέω
traverse mountains
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατοκλάζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) κάθομαι με λυγισμένα τα γόνατα έτσι ώστε το πίσω μέρος τών μηρών να ακουμπήσει στις φτέρνες («δεδιδαγμένων ἵππων ὀρειβατεῑν καὶ κατοκλάζεσθαι ῥᾳδίως ἀπό προστάγματος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκλάζω «κάθομαι… …   Dictionary of Greek

  • ορειβατώ — (Α ὀρειβατῶ, έω) [ορειβάτης] νεοελλ. εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης αρχ. 1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῑν εἰωθότες», Διόδ.) 2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”